ολιγοτρόφος — ὀλιγοτρόφος, ον (Α) αυτός που παρέχει λίγη τροφή («διαιτήμασι ὀλιγοτρόφοισι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
ὀλιγότροφος — giving little nourishment masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγότροφος — η, ο και ολιγοτροφικός, ή, ό (Α ολιγότροφος, ον) αυτός που τρώει λίγο νεοελλ. 1. βοτ. οικολ. α) (για περιβάλλον) φτωχός σε θρεπτικά στοιχεία β) (για φυτά) ικανός να αναπτυχθεί σε πολύ φτωχό σε θρεπτικά στοιχεία περιβάλλον 2. το αρσ. ως ουσ. γένος … Dictionary of Greek
ὀλιγοτροφώτερον — ὀλιγότροφος giving little nourishment masc acc comp sg ὀλιγότροφος giving little nourishment neut nom/voc/acc comp sg ὀλιγότροφος giving little nourishment adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοτροφώτατον — ὀλιγότροφος giving little nourishment masc acc superl sg ὀλιγότροφος giving little nourishment neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγότροφον — ὀλιγότροφος giving little nourishment masc/fem acc sg ὀλιγότροφος giving little nourishment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοτροφώτερα — ὀλιγότροφος giving little nourishment neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοτροφώτεραι — ὀλιγότροφος giving little nourishment fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοτροφώτεροι — ὀλιγότροφος giving little nourishment masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοτρόφοις — ὀλιγότροφος giving little nourishment masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοτρόφοισι — ὀλιγότροφος giving little nourishment masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)